Η Διαφοροποίηση από το «Pop» Coaching
O όρος επιστημονικά τεκμηριωμένο coaching (evidence-based coaching) επινοήθηκε από τον Ψυχολόγο Anthony Grant, το 2003. Επιδίωξη του εν λόγω ψυχολόγου, ήταν να διαχωρίσει το coaching που έχει επιστημονικό υπόβαθρο με το coaching που έχει προκύψει ως παράγωγο της «pop» κουλτούρας «αυτοβελτίωσης» η οποία δεν έχει επιστημονική βάση.
Η επιστημονικά τεκμηριωμένη πρακτική του coaching αποτελεί παράγωγο της συστημικής συμβουλευτικής επιχειρήσεων καθώς και της ψυχοθεραπείας και ως πρακτική βασίζεται αποκλειστικά σε αποδεδιγμένα αποτελεσματικές μεθόδους.
Το επιστημονικά τεκμηριωμένο coaching όμως δεν μένει μόνο εκεί. Πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα, λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των επιστημονικών ερευνών και μετατρέποντάς τα σε πρακτικές μεθοδολογίες οι οποίες ενημερώνουν και εμπλουτίζουν διαρκώς την coaching πρακτική. (Wampold & Bhati, 2004).
Από την άλλη πλευρά, η «pop» κουλτούρα και το «pop» coaching δεν στηρίζεται σε επιστημονικές έρευνες, θεωρίες και μεθοδολογίες. Εμπεριέχει σε μεγάλο βαθμό εμπειρικές πρακτικές που ίσως είχαν αποτέλεσμα για κάποιους, κάποτε, δίχως όμως να έχουν γίνει σχετικά πειράματα και μετρήσεις ώστε να αποσαφηνιστεί το τι ήταν αυτό που τελικά έφερε την επιθυμητή αλλαγή.
To «pop» coaching υπόσχεται στο άτομο μαγικές λύσεις, παρέχοντας εύκολα βήματα τα οποία μπορεί να ακολουθήσει. Η κουλτούρα αυτή μπορεί να αναγνωριστεί από τον τρόπο που διαφημίζεται καθώς υιοθετεί τίτλους όπως: «Τα 4 βήματα για την επιτυχία», «Οι 3 τρόποι για να νικήσεις το άγχος», «Κέρδισε την κοπέλα των ονείρων σου σε 3 βήματα».
Σε πρακτικό επίπεδο, το «pop» κίνημα έχει την τάση να παρεμβαίνει κατευθυντικά στο άτομο, δίνοντάς του συγκεκριμένες οδηγίες για το «πως» να κινηθεί ή το «πως» να πραγματοποιήσει τα «βήματα για την επιτυχία». Με αυτό τον τρόπο αγνοεί πλήρως τις πραγματικές ανάγκες του ατόμου καθώς και την μοναδικότητα της προσωπικότητάς του, ωθώντας το σε μια βεβιασμένη διαδικασία η οποία σε βάθος χρόνου μπορεί να αποβεί ζημιογόνα, αντί για βοηθητική.
Πως Eργάζεται ο Eπιστημονικά Eνημερωμένος Coach
Ο επιστημονικά ενημερωμένος coach είναι ένας informed-practitioner. Αυτό σημαίνει ότι έχει εκπαιδευτεί στην μεθοδολογία της επιστημονικής έρευνας. Αυτή η ικανότητα του επιτρέπει να έχει επιστημονική σκέψη και να είναι ικανός να ακολουθεί επιστημονική μεθοδολογία κατά την διάρκεια της εργασίας του.
Κάθε έρευνα ή επιστημονικό σύγγραμμά που μελετά ο coach αποτελεί ένα νέο ερέθισμα και μια νέα πληροφορία την οποία μπορεί να ενσωματώσει στην πρακτική του. Επιπροσθέτως, ακόμα και οι συνεδρίες του coach αποτελούν αντικείμενο μάθησης για εκείνον. Μετά το πέρας κάθε συνεδρίας αναστοχάζεται ώστε να αντλήσει διδάγματα, να βελτιώσει τον τρόπο που εργάζεται και να αναπτύξει την πρακτική του (Haring-Hidore & Vacc, 1988).
Την διαδικασία αυτή έρχεται να ενισχύει και η εποπτεία. Στην εποπτεία ένας έμπειρος coach, ο οποίος αναλαμβάνει το ρόλο του επόπτη, πραγματοποιεί τακτικά εποπτικές συνεδρίες με τον νεότερο coach. Σκοπός αυτής της διαδικασίας είναι να εξασφαλιστεί η διατήρηση του υψηλού επαγγελματισμού, της ορθής πρακτικής καθώς και της ανάπτυξης των δεξιοτήτων του coach.
Πως Λειτουργεί το Επιστημονικά Τεκμηριωμένο Coaching
Ο στόχος του επιστημονικά τεκμηριωμένου coaching είναι να βοηθήσει το άτομο να πραγματοποιήσει αλλαγές στις σκέψεις, στα συναισθήματα και στην συμπεριφορά του, πράγμα το οποίο θα οδηγήσει στην επίτευξη συγκεκριμένων στόχων καθώς και στην βελτίωση των επιδόσεων του (Douglas & McCauley, 1999).
Η αρχή της διαδικασίας
Το coaching πάνω απ’ όλα είναι μια σχέση. Μια σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ coach και πελάτη (coachee). Αυτό συμβαίνει στις πρώτες συνεδρίες και είναι κρίσιμο βήμα για την όλη διαδικασία.
Mια coaching συνεργασία λειτουργεί όταν ο coach καλλιεργεί την εμπιστοσύνη, είναι σε θέση να αποδεχτεί πλήρως τον πελάτη, να τον ακούσει με απόλυτη προσοχή, να αντιληφθεί το τι τον απασχολεί και να σταθεί δίπλα του ως σύμμαχος και ως συνοδοιπόρος στο ταξίδι της αλλαγής.
Η σχέση αυτή λοιπόν είναι πέραν των άλλων συνεργατική και όχι απολυταρχική.
Συνεχίζοντας, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι o coach δεν είναι ο παντογνώστης γκουρού που γνωρίζει «όλη την αλήθεια» και κατέχει όλες τις λύσεις. Αυτό που κατέχει ο coach είναι γνώσεις και μεθοδολογίες που μπορούν να βοηθήσουν τον coachee να αναπτύξει την δυναμική του, να βρει τις δικές του λύσεις και απαντήσεις και τελικά να αναλάβει δράση ώστε να πετύχει το στόχο του.
Η coaching πρακτική βασίζεται στο ανθρωποκεντρική θεώρηση ότι το άτομο διαθέτει την δυναμική για να αναπτυχθεί και να γίνει φορέας της ίδιας του της αλλαγής.
Η μέση της διαδικασίας
Η όλη διαδικασία είναι προσανατολισμένη στην λύση και όχι στο πρόβλημα. Αντίθετα με την ψυχοθεραπεία, ο coach δεν θα αναλύσει το πρόβλημα αλλά θα ασχοληθεί με πιθανές λύσεις που μπορεί να δώσει ο coachee.
Θα εστιάσει στις δυνάμεις του coachee καθώς και σε κομμάτια της προσωπικότητας τα οποία λειτουργούν βοηθητικά. Η επιτυχία αυτής της προσέγγισης βασίζεται στο ότι το coaching απευθύνεται σε μη-κλινικό πληθυσμό. Αυτό σημαίνει ότι είναι αποτελεσματικό για άτομα τα οποιά δεν αντιμετωπίζουν κάποια ψυχική διαταραχή.
Ο coach θα βοηθήσει τον coachee να παρατάξει τα δυνατά στοιχεία του απέναντι στα εμπόδια που υπάρχουν στην πορεία προς τον στόχο. Θα του φωτίσει τα πιθανά δρομολόγια που μπορεί να ακολουθήσει και θα τον βοηθήσει να διαπραγματευθεί αποτελεσματικά με τους φόβους του και τις αναστολές του.
Καθ’ όλη την διάρκεια, ο coach βοηθά τον coachee να αναπτύξει νέες δεξιότητες ώστε να αναδυθεί ισχυρότερος και ικανότερος, τόσο ώστε τα εμπόδια να φαντάζουν πολύ μικρά, σε σχέση με πριν.
Το τέλος της διαδικασίας
Αντίθετα με το ξεκίνημα της διαδικασίας που όλα φάνταζαν δύσκολα, πλέον o cοachee έχει συνθέσει το παζλ. Έχει ενώσει τα κομμάτια και βλέπει μια καθαρή εικόνα. Έχει δημιουργήσει ένα πλάνο και βαδίζει σταθερά βάση αυτού.
Έχει αναπτύξει την αυτογνωσία του και έχει γνωρίσει καλύτερα τις πτυχές του οι οποίες θα τον οδηγήσουν στην επιτυχία. Επίσης έχει αναπτύξει όλα τα εφόδια για να το καταφέρει.
Κλείνοντας την διαδικασία, ο coach βοηθά τον coachee να αναστοχαστεί πάνω στο coaching ταξίδι που πραγματοποίησε, να εξαγάγει συμπεράσματα και να μάθει από αυτή την εμπειρία.
Αυτός ο αναστοχασμός και η νέα μάθηση που προκύπτει, καθιστά τον coachee ικανό να πραγματοποιήσει την ίδια διαδικασία ξανά στο μέλλον μόνος του, δίχως την βοήθεια του coach.
Συμπεράσματα
Η επιστήμη της ψυχολογίας και συγκεκριμένα ο εφαρμοσμένος κλάδος της συμβουλευτικής και ψυχοθεραπείας, συμπληρώνει πάνω από έναν αιώνα ύπαρξης. Οι θεωρίες του και οι μεθοδολογίες του έχουν αποδείξει πολλαπλά την αποτελεσματικότητά τους.
Το επιστημονικά τεκμηριωμένο coaching, έχοντας ξεπηδήσει μέσα από αυτή την δοκιμασμένη πρακτική της ψυχοθεραπείας και συμβουλευτικής, έχει αποδείξει εμπράκτως την αποτελεσματικότητα του.
Παρ’ όλα αυτά το επιστημονικά τεκμηριωμένο coaching ως επιστημονικό πεδίο έχει πολύ δρόμο μπροστά του, τόσο για περαιτέρω έρευνες όσο και για να αναπτυχθεί ως πρακτική (Grant, 2003).
Το σίγουρο είναι ότι το επιστημονικά τεκμηριωμένο coaching πλέον απολαμβάνει σημαντική αναγνώριση και αποδοχή και υιοθετείται όλο και πιο συχνά από επιχειρήσεις, οργανισμούς ή ανθρώπους οι οποίοι επιθυμούν να πετύχουν στόχους και να βελτιώσουν τις επιδόσεις τους.
Βιβλιογραφία
Douglas, C. A., & McCauley, C. D. (1999). Formal developmental relationships: A survey of organizational practices. Human Resource Development Quarterly, 10(3), 203–220.
Grant, A. M. (2003). What is evidence-based executive, workplace, and life coaching? Keynote address presented at the First Evidence-Based Coaching Conference, University of Sydney, Australia, July 2003.
Haring-Hidore, M., & Vacc, N. A. (1988). The scientist-practitioner model in training entry-level counselors. Journal of Counseling & Development, 66(6), 286–288.
Wampold, B. E., & Bhati, K. S. (2004). Attending to the omissions: A historical examination of evidence-based practice movements. Professional Psychology: Research and Practice, 35(6), 563–570.